- Διώξιππος
- Διώξιπποςhorse-drivingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διώξιππος — horse driving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώξιππος — (4ος 3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Έγραψε τα ακόλουθα έργα: Θησαυρός, Αντιπορνοβοσκός, Φιλάργυρος, Ιστοριογράφος και Διαδικαζόμενοι. * * * διώξιππος, ον (Α) αυτός που αναγκάζει το άλογο να τρέχει (έφιππος ή πάνω σε άρμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
διώξιππον — διώξιππος horse driving masc/fem acc sg διώξιππος horse driving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωξίπποιο — Διώξιππος horse driving masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωξίπποιο — διώξιππος horse driving masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωξίππου — Διώξιππος horse driving masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωξίππου — διώξιππος horse driving masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωξίππῳ — Διώξιππος horse driving masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωξίππῳ — διώξιππος horse driving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διώξιππον — Διώξιππος horse driving masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)